ΕΤΗΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 01.01 – 31.12.2023
(Ποσά σε ευρώ εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά)
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
(1)
Στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, η Ελλάδα ανέκτησε, έπειτα από 13 έτη, την επενδυτική βαθμίδα από τρεις εκ των τεσσάρων διεθνών οίκων
αξιολόγησης που αναγνωρίζει η ΕΚΤ (DBRS, S&P, Fitch), ενώ ο τέταρτος την κατατάσσει ένα μόλις σκαλί παρακάτω (Moody’s). Η βελτίωση της
εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας προς την ελληνική οικονομία αποτυπώθηκε στη μείωση της απόκλισης στο κόστος νέου
δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε σχέση με άλλες χώρες, την προσέλκυση νέων επενδύσεων καθώς και στην επίδοση της εγχώριας
κεφαλαιαγοράς, η οποία στο σύνολο του έτους κατέγραψε από τις υψηλότερες θετικές αποδόσεις παγκοσμίως (γενικός δείκτης +39%).
Στο τραπεζικό σύστημα, μεταξύ των θετικών τάσεων, ξεχωρίζουν η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η βελτίωση της οργανικής
κερδοφορίας, και η συμφωνία για την επέκταση του δανειακού σκέλους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Στις αρνητικές
εξελίξεις, συγκαταλέγονται η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, η αμείωτη πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά, η
κόπωση στις ιδιωτικές καταθέσεις και η αύξηση της έκθεσης σε κρατικά ομόλογα.
Αναφορικά με τους κινδύνους, η γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια αναμένεται να επιμείνει ή ακόμη και να ενταθεί το 2024, τόσο στο
περιφερειακό όσο και στο διεθνές επίπεδο (πόλεμος στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, διαταραχές στο διεθνές εμπόριο λόγω της Υεμένης,
εκλογές στις ΗΠΑ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Εντούτοις, οι διεθνείς τιμές των ενεργειακών αγαθών αναμένεται να παραμείνουν σχετικά
σταθερές το 2024, ενώ ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα κυμανθεί σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού διεθνώς, αυτός παραμένει σε υψηλότερα από τα επιθυμητά επίπεδα, με αποτέλεσμα την προσδοκία της
αγοράς πως το κόστος χρήματος θα παραμείνει υψηλό για περίοδο μεγαλύτερη της αναμενόμενης αρχικά. Έπειτα από δέκα διαδοχικές αυξήσεις των
βασικών επιτοκίων από τα μέσα του 2022, σωρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης, η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκια σταθερά στο τέταρτο τρίμηνο του 2023.
Οι αγορές προεξοφλούν σταθεροποίηση των βασικών επιτοκίων, με σταδιακή υποχώρηση προς τα τέλη του 2024.
Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ (Μάρτιος 2024), το ΑΕΠ για το 2023 παρουσίασε αύξηση κατά 2,0%. Για το 2024, το ΙΟΒΕ προβλέπει
ανάκαμψη 2,4%, σε σταθερές τιμές, με αβεβαιότητα σχετικά με το μέγεθος των κινδύνων που απορρέουν από το διεθνές περιβάλλον. Ως προς τις
συνιστώσες της ανάπτυξης το 2024, αναμένεται σημαντική ενίσχυση των πάγιων επενδύσεων (+11,0%) και διατήρηση της δυναμικής της ιδιωτικής
κατανάλωσης (+1,3%) στηριζόμενη από την αύξηση των πραγματικών μισθών. Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται μικρή βελτίωση στο ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως κατά +2,6% και +2,2% αντιστοίχως. Ο μέσος πληθωρισμός για το
2024 αναμένεται στο 2,8%, ενώ η ανεργία προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί περαιτέρω, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, στην περιοχή του 10,5%.
Προβλέπεται επίσης μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη, ως αποτέλεσμα της αύξησης του ΑΕΠ με ρυθμό ταχύτερο απ’ ό,τι προβλεπόταν
προηγουμένως και σε αυτό το αποτέλεσμα συνεισφέρει και η έξοδος της Ελλάδας από την ενισχυμένη εποπτεία, αφού υλοποιήθηκαν οι κύριες
δεσμεύσεις της χώρας και εφαρμόστηκαν οι συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις.
Το 2024 εκτιμάται περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου του Κρατικού Προϋπολογισμού σε σχέση με το 2023, λόγω της μεγαλύτερης ενίσχυσης των
κρατικών εσόδων, στηριζόμενα από την προβλεπόμενη μεγέθυνση της οικονομίας, έναντι των δαπανών. Σημαντική, ωστόσο, για την επίτευξη των
δημοσιονομικών στόχων είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων (Πρόγραμμα Δημοσίων
Επενδύσεων, Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, REPowerEU), σε συνδυασμό με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Κατά τη διάρκεια του 2023, η ελληνική αγορά ακινήτων διαφοροποιήθηκε πλήρως από τις διεθνείς τάσεις όπου η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων
επέφερε αρνητικά περιθώρια στις αποδόσεις των ακινήτων προκαλώντας τη διόρθωση στις τιμές αυτών αλλά και ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων
δανείων. Στον αντίποδα, η ελληνική κτηματαγορά συνέχισε να προσελκύει σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον βασιζόμενη στον υψηλότερο ρυθμό
ανάπτυξης της οικονομίας, την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, την πολιτική σταθερότητα αλλά και τα ισχυρά θεμελιώδη που παρουσιάζει.
Στο πλαίσιο αυτό οι τιμές των ακινήτων συνέχισαν την ανοδική πορεία τους καθώς η αυξημένη ζήτηση, από το εξωτερικό και το εσωτερικό, για
ακίνητα σύγχρονων προδιαγραφών δεν καλύπτεται από την τρέχουσα περιορισμένη προσφορά και συντηρεί υψηλούς ρυθμούς αύξησης, αν και
ηπιότερους σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα.
Τα κεφάλαια των Ανωνύμων Εταιρειών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας και άλλων επενδυτικών χαρτοφυλακίων και εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων
κατευθύνθηκαν στην πλειοψηφία τους στην αγορά ή και ανάπτυξη γραφειακών χώρων υψηλών προδιαγραφών, με σύγχρονα βιοκλιματικά
χαρακτηριστικά που υιοθετούν τις αρχές της αειφορίας και της βιωσιμότητας. Σημαντικά κεφάλαια προσέλκυσαν επίσης οι εμπορικές αποθήκες
(logistics), τα ξενοδοχεία αλλά και ο κλάδος των εμπορικών κέντρων.
Η διαφαινόμενη διατήρηση του κόστους δανεισμού σε υψηλά επίπεδα επέφερε επιβράδυνση στην έντονη καθοδική καμπύλη των αποδόσεων των
εμπορικών ακινήτων κατά το δεύτερο μισό του έτους, ωστόσο αυτές συνεχίζουν να διατηρούν σημαντικό εύρος έναντι των αναπτυγμένων
ευρωπαϊκών αγορών αλλά και της μειούμενης καμπύλης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων διατηρώντας έτσι την ελκυστικότητα της ελληνικής
κτηματαγοράς.
Στον κλάδο των γραφείων και των εμπορικών αποθηκών, όπου η Εταιρεία επικεντρώνει την επενδυτική της στρατηγική, η ζήτηση για μίσθωση νέων
χώρων παραμένει ισχυρή κάτι που αποτυπώνεται στον υψηλό ρυθμό αύξησης ενοικίων στις κύριες τοποθεσίες εμπορικής δραστηριότητας.
Ενδεικτικό στοιχείο της ανισορροπίας προσφοράς/ζήτησης σε νέους χώρους αποτελεί η ικανότητα των κατασκευαστών να μετακυλούν το σημαντικά
αυξημένο κατασκευαστικό κόστος στον χρήστη, γεγονός που εντείνει αυξανόμενα το χάσμα ενοικίων μεταξύ νέου και παλαιότερου αποθέματος
κτηρίων.
Ο κλάδος των αποθηκευτικών χώρων/logistics συνεχίζει να αποτελεί τον κλάδο με τις καλύτερες προοπτικές όσον αφορά την περαιτέρω
αποκλιμάκωση των αποδόσεων όσο και τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης των ενοικίων στο νέο έτος, υποβοηθούμενος από τις συνεχείς
στρεβλώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα (γεωπολιτικές εξελίξεις) αλλά και την άνοδο του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Όσον αφορά τον κλάδο του λιανεμπορίου, μετά από την περίοδο της πανδημίας, η αγοραστική ζήτηση έχει επανέλθει σημαντικά στις κύριες αγορές
εγκατάστασης, ωστόσο τα ενοίκια κατά μέσο όρο παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα (άνω του 35%) από τα προηγούμενο υψηλό του 2008, γεγονός
που υποδηλώνει ότι δύσκολα θα επιτευχθεί στον κλάδο ένα νέος κύκλος σημαντικών αυξήσεων τιμών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, εξαιρουμένου
ίσως των αγορών εκείνων που απευθύνονται σε πολυτελή αγαθά. Η αναπτυξιακή δραστηριότητα εμπορικών κέντρων παραμένει χαμηλή και
προσανατολισμένη περισσότερο στα εκπτωτικά κέντρα ανταποκρινόμενη στις νέες καταναλωτικές συνήθειες με έμφαση στην ψυχαγωγία και την
αναψυχή.
8